- προκαλέομαι
- προ - καλέομαι, aor. προκαλέσσατο, imp. προκάλεσσαι, subj. προκαλέσσεται: challenge; χάρμῃ, μαχέσασθαι, Η 21, Il. 3.432.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.